φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
παλμογράφος — Ηλεκτρονικό όργανο για την παρατήρηση και τη φωτογραφική αποτύπωση μεγεθών που αλλάζουν γρήγορα, κυρίως τάσεων ή εντάσεων. Π. ονομάζεται και όργανο που καταγράφει τους παλμούς της καρδιάς καθώς και ναυτιλιακό όργανο για την καταμέτρηση του εύρους … Dictionary of Greek
πολαρογράφημα — το, Ν (στην αναλυτική χημ.) διάγραμμα που λαμβάνεται κατά τη διάρκεια μιας πολαρογραφικής ανάλυσης και το οποίο παρέχει τη μεταβολή τής έντασης τού ηλεκτρονικού ρεύματος συναρτήσει τής τάσης πόλωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek
υπέρθλιψη — η, Ν 1. (φυσ. τεχνολ.) αύξηση τής συμπίεσης αερίου, υγρού, στερεού ή κονιορτοποιημένου σώματος, αλλ. υπερσυμπίεση 2. (αεροναυτ.) μέθοδος με την οποία επιτυγχάνεται η μεταβολή τής συμπίεσης σε κινητήρα αεροσκάφους συναρτήσει τού ύψους 3. φρ.… … Dictionary of Greek
υστέρηση — Καθυστέρηση εκδήλωσης της μεταβολής ενός φαινόμενου σε σχέση προς τη μεταβολή του αίτιου που το παράγει. Η μεταβολή αυτή εξαρτάται από τις προηγούμενες μεταβολές που πέρασε το υπό εξέταση υλικό. Εξαιτίας της υ. σε διαφορετικές μεταβολές του… … Dictionary of Greek
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek